Στιγμιότυπα

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008
Δύο από τα πιο αστεία στιγμιότυπα που έχω ζήσει το τελευταίο διάστημα και θέλω να μοιραστώ μαζί σας:

1. Μετρό, στάση Σύνταγμα. Είμαι στην αποβάθρα και περιμένω το τρένο. Κάθομαι στο σημείο που στην απέναντι πλατφόρμα βλέπεις το άνοιγμα με τις κυλιόμενες. Νεκρή στιγμή, με την έννοια ότι τρένο δεν έρχεται από καμία κατεύθυνση, ούτε κόσμος κινείται στις σκάλες. Όλοι περιμένουν... Και ξαφνικά σκάει μύτη απέναντι μια ηλικιωμένη: περίπου 65 χρονών, μαύρο γυαλί, πλαστική σακούλα στο χέρι, τσάντα στον ώμο. Και πάει να ανέβει στις κυλιόμενες. Αλλά σε ποιες κυλιόμενες; Σε αυτές που κατέβαιναν... Παιδεύεται. Δεν μπορεί ΠΡΟΦΑΝΩΣ να 'μπει' στην κυλιόμενη, αφού τα σκαλιά κατεβαίνουν. Και παιδεύεται. Και νέκρα γύρω γύρω. Κανείς δεν κατεβαίνει από τη σκάλα για να δει το λάθος της. Και εμείς όλοι απέναντι να την κοιτάμε (προσωπικά, είχα μείνει μαλάκας). Τελικά, καταφέρνει να 'πατήσει' και να σταθεροποιηθεί στο κυλιόμενο σκαλοπάτι και αρχίζει με νεύρο και δύναμη να 'ανεβαίνει'. Φυσικά, δεν πήγαινε πουθενά. Έμενε στο ίδιο σημείο για αρκετό χρόνο (τηρουμένων των αναλογιών αρκετό χρόνο). Και δώστου να παιδεύεται. Και να κάνει και θόρυβο. Με το τακούνι και την τσάντα που κρατούσε στο χέρι. Και όλοι να κοιτάμε με ανοιχτό το στόμα. Τελικά, το καταλαβαίνει. Προφανώς θα είχε κουραστεί και από την υπερπροσπάθεια. Αφήνεται λίγο, βγαίνει εξίσου απότομα από την κυλιόμενη, ισιώνει την τσάντα στον ώμο και προχωρά στη διπλανή σκάλα ανόδου.

2. Γυρίζω σπίτι βράδυ. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της εισόδου της πολυκατοικίας, διακρίνω μια ηλικιωμένη γυναίκα καθιστή και μια άλλη από πάνω να της τρίβει με μανία τη ζακέτα. Πλησιάζω και με πιάνει η μυρωδιά από πετρέλαιο. Κοιτάω λίγο καλύτερα και βλέπω ταυτόχρονα και τον μπογιατζή να βάφει τις πόρτες του ασανσέρ. Σε δευτερόλεπτα ξεδιπλώνεται όλο το στόρι: ο μπογιατζής έβαφε, η ηλικιωμένη είχε πάει να πάρει το ασανσέρ και έβαψε τη ζακέτα της. Αμέσως κινητοποιήθηκε η γυναίκα του μπογιατζή, κατέβηκε κάτω με ένα στουπί πετρέλαιο να της καθαρίσει τη ζακέτα. Στουπί όμως. Εκεί έπιασα εγώ την ιστορία: Και δώστου να την τρίβει. Με μανία. Και η γριά να πηγαίνει και να έρχεται ολόκληρη. Η ζακέτα, εν τω μεταξύ, είχε ποτίσει «μαύρο» χρυσό. Έτσι και άναβες σπίρτο, η γριά είχε λαμπαδιάσει. Τελικά ο μπογιατζής σύζυγος μάς άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, μπήκα εγώ μέσα, μπήκε και η γριά και πήραμε δρόμο για πάνω. Την ρώτησα πού πάει. Δεν απάντησε. Είχε εικόνα, αλλά ήχο μηδέν. Λογικό το βρίσκω, αφού μύριζε τόσο πολύ η ζακέτα που δεν έδινε περιθώρια για καθαρή σκέψη. Τελικά, έκανε να πατήσει το «2». Τη βοήθησα. Φτάσαμε. Κατέβηκε, μου εύχηθηκε καλό βράδυ και να προσέχω (από το «2» μέχρι το «5» ή γενικώς στη ζωή μου;) και συνέχισα.


(Νομίζω ότι και το πληκτρολόγιο αυτή τη στιγμή μυρίζει πετρέλαιο).

0 έδειξαν τα νύχια τους: